210.29.23.136
dimortho@gmail.com
Ιατρείο Γαλατσίου: Χαρ. Τρικούπη & Βεΐκου 56 | Ιατρείο Κολωνακίου: Αλωπέκης 41

Η Οστεοπόρωση στην Ευρώπη των 27

Η Οστεοπόρωση αποτελούσε πάντοτε μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη παθολογική οντότητα για τους ιατρούς ενώ η θεραπεία της συνιστούσε ανέκαθεν μια πηγή σημαντικών εξόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ως οστεοπόρωση καλούμε την παθολογική κατάσταση μειωμένης οστικής πυκνότητας του σκελετού μας σε συνάρτηση με αναλογικά αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Δεν αποτελεί ουσιαστικά μια νόσο αλλά μια αναπόφευκτη εκφυλιστική κατάσταση του οργανισμού μας προϊούσης της ηλικίας και της φυσιολογικής γήρανσης του σκελετού.

Τα κατάγματα λόγω οστεοπόρωσης θεωρούνται παθολογικά διότι προέρχονται από άσκηση βίας χαμηλής ενεργείας με συνηθέστερη αιτία τις πτώσεις που είναι συχνότερες στους ηλικιωμένους ασθενείς. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο το 1/3 των ατόμων άνω των 65 ετών υπόκεινται σε πτώσεις εκ των οποίων 5% καταλήγουν σε κατάγματα (με συχνότερα τα κατάγματα ισχίου που είναι και τα πιο δαπανηρά στην αντιμετώπισή τους).

Με βάση νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα που ανακοινώθηκαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης για την Οστεοπόρωση (IOF), που έλαβε χώρα στην Σεβίλλη της Ισπανίας (IOF) τον περασμένο μήνα, περίπου 8,9 εκατομμύρια κατάγματα συμβαίνουν κάθε χρόνο στον πλανήτη (αντιστοιχεί σε συχνότητα περίπου 1000 καταγμάτων την ώρα !) με τα 2/3 των καταγμάτων να συμβαίνουν στις γυναίκες. Ειδικά στην Ευρώπη σημειώνεται ποσοστό καταγμάτων μεγαλύτερο του 1/3 του συνόλου παγκοσμίως. Την τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των οστεοπορωτικών καταγμάτων κυρίως στον Δυτικό κόσμο κάτι που εξηγείται από την αύξηση του μέσου όρου ζωής σε συνδυασμό με την καθιστική ζωή και έλλειψη φυσικής άσκησης που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου τρόπου ζωής. Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η σημαντική αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας της νόσου. Το 2010 ο αριθμός των θανάτων στην Ευρώπη που είχαν σαν βασική αιτία τα οστεοπορωτικά κατάγματα ξεπέρασε τις 43.000 με τα κατάγματα του ισχίου να αποτελούν το 50 % του ανωτέρω αριθμού. Στην Ελλάδα το 2010 η συχνότητα των καταγμάτων ισχίου ήταν περίπου 140/100.000 πληθυσμού, κατατάσσοντας την στην καλύτερη 1η δεκάδα της Ευρωπαϊκής ένωσης.

Τι γίνεται όμως με την διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου; Ακρογωνιαίος λίθος της διάγνωσης της οστεοπόρωσης είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας η οποία πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο σε άντρες και γυναίκες άνω των 60 ετών. Ο ελάχιστος αριθμός μετρητών οστικής πυκνότητας που πρέπει να έχει ένα κράτος για να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες παρακολούθησης (screening) του πληθυσμού είναι 10,6 μετρητές/ εκατομμύριο πληθυσμού. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την δεύτερη θέση πανευρωπαϊκά με ποσοστό περίπου 38 μετρητές/ εκατομμύριο. Αυτό δικαιολογεί και τον συγκριτικά μικρό χρόνο αναμονής για μέτρηση οστικής πυκνότητας (περίπου 11 ημέρες, 9η θέση στην Ευρώπη των 27) σε σχέση με τον πανευρωπαϊκό μέσο όρο που φτάνει τις 29 ημέρες.

Σημαντικός προγνωστικός δείκτης οστεοπόρωσης αποτελεί και η 10-ετης πιθανότητα κατάγματος, δηλαδή η πιθανότητα να υποστεί ένας ασθενής οστεοπορωτικό κάταγμα την επόμενη δεκαετία μετά από την μέτρηση. Με βάση αποτελέσματα έρευνας που ανακοινώθηκε στο ανωτέρω Συνέδριο ο δείκτης αυτός καθορίζεται τόσο από τις εργαστηριακές εξετάσεις του ασθενούς για την μέτρηση της οστικής πυκνότητας. όσο και από την γεωγραφική θέση καθώς παρατηρείται μια καλύτερη προγνωσιμότητα στην Νότια σε σχέση με την Βόρεια Ευρώπη κάτι που μπορεί να αιτιολογηθεί από την θετική επίδραση του ηλιακού φωτός στα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα, μιας βιταμίνης με καθοριστικό ρόλο στην οστική πυκνότητα.

Αναφορικά με τη συνολικές κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων ανήλθε στην χώρα μας, με βάση τα στοιχεία του 2010 στα 680 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί σε περίπου 60 ευρώ ανά άτομα, χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (75 ευρώ/ άτομο), στοιχείο που σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα συνηγορεί στο συμπέρασμα ότι στην χώρα μας υπάρχει υψηλό επίπεδο παρακολούθησης και πρόληψης της οστεοπόρωσης, ιδίως στις γυναίκες, και υπάρχει καλή συμμόρφωση στην λήψη της συνταγογραφούμενης αγωγής από τους ασθενείς παρά τη δύσκολη οικονομικά περίοδο που περνάμε.